Κυριακή 3 Μαΐου 2015

                                 "Έγκλημα στο Όριαν εξπρές"


                                        Αγκάθα Κρίστι

Η Αγκάθα Μαίρη Κλαρίσσα Μίλερ, Λαίδη Μάλλοουαν (Agatha Mary Clarissa Miller, Lady Mallowan,) ήταν γνωστή κυρίως με το όνομα Αγκάθα Κρίστι (Agatha Christie) και ήταν Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Η βασίλισσα του εγκλήματος, όπως αποκαλέιται, γεννήθηκε στο Torquay του Ντέβον της Αγγλίας με το όνομα Agatha Mary Clarissa Miller. Ο πατέρας της, Frederick Alvah Miller, ήταν ένας επιτυχημένος αμερικανός χρηματιστής και η μητέρα της, Clarissa Margaret Boehmer, κόρη αξιωματικού του βρετανικού στρατού. To 1914 παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Archibald Christie της βρετανικής βασιλικής αεροπορίας, με τον οποίο απέκτησαν μία κόρη, αλλά ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχισμένος και τελικά χώρισαν το 1928. Είχε μεσολαβήσει μια σοβαρή κρίση κατάθλιψης της Άγκαθα, όταν έμαθε ότι ο άντρας της την απατούσε, αλλά και η έκδοση του πρώτου της μυθιστορήματος, "Το μυστήριο στο Στάιλς" ("The Mysterious Affair at Styles"), το 1920. "Ένα από τα πιο ευχάριστα πράγματα που μπορούν να σου τύχουν είναι να έχεις χαρούμενα κι ευτυχισμένα παιδικά χρόνια", λέει, αρχίζοντας τα απομνημονεύματα της που ξεκίνησε να γράφει το 1950 και τα ολοκλήρωσε δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Έγραψε πολυάριθμα αστυνομικά μυθιστορήματα και διηγήματα που μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου και υπολογίζεται ότι έχουν πουλήσει περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια αντίτυπα. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε τον Ηρακλή Πουαρό, τον μικρόσωμο, πανέξυπνο ντετέκτιβ. Ο Πουαρό, η Μις Μαρπλ και οι άλλοι ήρωές της έχουν κάνει την εμφάνιση τους σε κινηματογραφικές ταινίες, ραδιοφωνικές εκπομπές, τηλεταινίες και θεατρικά έργα βασισμένα στα βιβλία της. Η Άγκαθα Κρίστι συμμετείχε επίσης σε πολλές αρχαιολογικές αποστολές που διοργάνωσε ο δεύτερος, κατά δεκατέσσερα χρόνια νεώτερός της σύζυγος, ο επιφανής αρχαιολόγος Sir Max Mallowan, στη Μέση Ανατολή. Το 1971 τιμήθηκε με τον τίτλο της Λαίδης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Dame Commander of the British Empire, DBE). Έγραψε επίσης ρομαντικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Μαίρη Γουέστμακοτ (Mary Westmacott), αλλά είναι γνωστή κυρίως για τα 80 αστυνομικά της μυθιστορήματα. Η δουλειά της στα μυθιστορήματα αυτά, στα οποία πρωταγωνιστούν οι ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό και Μις Τζέιν Μαρπλ την έκανε έναν από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς στην εξέλιξη του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος. Παρόλο που οι Πουαρό και Μαρπλ είναι από τους πιο γνωστούς φανταστικούς ντετέκτιβ που επινόησε η Κρίστι, υπήρξαν κι άλλοι παρόμοιοι, όπως το ζευγάρι Τόμι και Τoυπενς, οι οποίοι, αντιθέτως με τους υπόλοιπους της ντετέκτιβ, τους αγγίζει ο χρόνος κατά την πάροδο των χρόνων. Από τα πιο γνωστά τους μυθιστορήματα είναι η πρώτη τους εμφάνιση στο Σύντροφοι στο Έγκλημα και Οι Άγγελοι δεν Φλυαρούν. Άλλοι ντετέκτιβ της Κρίστι, όπως ο Πάρκερ Πάιν και ο κύριος Χάρλεϊ Κουττίν, εμφανίστηκαν σε
σύντομες ιστορίες, αλλά υπόλοιποι, όπως ο αρχιεπιθεωρητής Τζαπ και η Αριάδνη Όλιβερ, συνόδευαν τους Πουαρό και Μαρπλ στα μυθιστορήματά τους. Το 1975 σκότωσε τους δύο αγαπημένους της ήρωες, τον Ηρακλή Πουαρό στο μυθιστόρημα Αυλαία και τι Μις Μάρπλ στο Sleeping Murder.. Από τις σκηνικές επιτυχίες της Αγκάθα Κρίστι μεγαλύτερη είναι The Mousetrap (Η ποντικοπαγίδα), που παίζεται στο Λονδίνο από το 1952 μέχρι σήμερα (2012) και η θεατρική προσαρμογή του Ten Little Niggers (Δέκα μικροί νέγροι). Τα περισσότερα από τα βιβλία της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο (μερικά μάλιστα πολλές φορές, όπως το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές και το Έγκλημα στον Νείλο). Επίσης πολλά έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση, στο ράδιο και έχουν εμπνεύσει ηλεκτρονικά παιχνίδια και κόμικς. Το 2007, ο Άγγλος συγγραφέας Μπράιαν Άλντις (Brian Aldiss) είπε ότι η Αγκάθα Κρίστι του είχε πει ότι έγραφε τα βιβλία της μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο και μετά αποφάσιζε ποιος χαρακτήρας ήταν λιγότερο πιθανό να εκληφθεί ως ύποπτος. Ακολούθως έκανε τις απαραίτητες αλλαγές στο κείμενο για να «ενοχοποιήσει» το χαρακτήρα αυτό. Η Αγκάθα απεβίωσε στις 12 Ιανουαρίου του 1976 στην Αγγλία σε ηλικία 85 ετών. 

                                 
                                                  Orient Express

Το Οριάν Εξπρές (Οrient Express = Ταχεία της Ανατολής) δεν ήταν απλά μία φανταστική εφεύρεση της Αγκάθα για να χρησιμοποιήσει στο μυθυστόρημά της, ήταν το πρώτο διηπειρωτικό τρένο της Ευρώπης που έκανε τη διαδρομή των 2.740 χιλιομέτρων περίπου από το Παρίσι (Gare de l'Est) έως την Κωνσταντινούπολη, με ενδιάμεσες σύντομες στάσεις στο Στρασβούργο, το Μόναχο, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και το Βουκουρέστι. Το Οριάν Εξπρές, το οποίο ταυτίστηκε με την ταξιδιωτική πολυτέλεια, άρχισε να λειτουργεί τον Οκτώβριο του 1883, ενώ το 1919 ξεκίνησε να λειτουργεί η γραμμήSimplon Orient Express, η οποία περιλάμβανε διαφορετικό δρομολόγιο και περνούσε από τους σταθμούς της Λωζάνης, τουΜιλάνου, της Βενετίας, της Τεργέστης, του Βελιγραδίου. Το 1977 οι τακτικές υπηρεσίες του σταμάτησαν καθώς δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει τον ανταγωνισμό με το αεροπλάνο. Ωστόσο, το θρυλικό αυτό τρένο εξακολουθεί να λειτουργεί σήμερα και να προσφέρει πολυτελείς υπηρεσίες στους επιβάτες αλλά πλέον το δρομολόγιο του είναι κάπως σύντομο, σε σύγκριση με το δρομολόγιο του παρελθόντος. Καθημερινά συνδέει το Παρίσι με την Βιέννη, περνώντας από το Στρασβούργο, το Μπάντεν-Μπάντεν, το Μόναχο και πολλούς άλλους σταθμούς. Έτσι το Οριάν Εξπρές, λόγω της φήμης του στην εποχή του ως πολυτελούς τραίνου, αποτέλεσε το κατάλληλο σκηνικό για το γνωστό μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές και για την ομώνυμη υποψήφια για έξι Όσκαρ ταινία του 1974.


                                                                    Βιβλίο

Το βιβλίο Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές (Murder on the Orient Express) της Αγκάθα Κρίστι, δημοσιευμένο επίσης και με τον τίτλο «Έγκλημα στην κλινάμαξα του Καλαί», είναι ένα παγκοσμίως γνωστό αστυνομικό μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι, που γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το 1934. Διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο το 1974 με τον ίδιο τίτλο με ένα σημαντικό επιτελείο ηθοποιών (Άλμπερτ Φίνεϊ ως Πουαρό, Λορίν Μπακόλ ως κυρία Χάμπαρντ, Μάρτιν Μπάλσαμ ως Μπιάντσι-Μπουκ,Ίνγκριντ Μπέργκμαν ως Γκρέτα Όλσον, Γουέντι Χίλερ ως πριγκίπισσα Ντραγκομίροφ κτλ). Η πλοκή αποτελεί μία από τις διασημότερες ιστορίες όπου πρωταγωνιστεί ο βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό. Πέντε χρόνια μετά την απαγωγή και το θάνατο ενός βρέφους στην Αμερική, ένας επιβάτης του Όριαν Εξπρές βρίσκεται νεκρός στο κουπέ του, με δώδεκα μαχαιριές στο στήθος. Ο Ηρακλής Πουαρό, που τυχαία ταξιδεύει με το ίδιο τρένο, καλείται να εξιχνιάσει το έγκλημα και να αποκαλύψει το δολοφόνο. Λοιπόν, ο Βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό ενώ ταξιδεύει με το Όριεντ Εξπρές εξαιτίας μιας τρομερής χιονοθύελλας το τρένο σταματά στα μισά της διαδρομής Κωνσταντινούπολης - Παρισιού. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Ράτσετ, ένας από τους επιβάτες του τρένου και ήδη ύποπτος για την υπόθεση απαγωγής και δολοφονίας ενός μικρού κοριτσιού, βρίσκεται δολοφονημένος. Ενώ οι επιβάτες βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα χιόνια και μακριά από την αστυνομία, ο Πουαρό αναλαμβάνει να ρίξει φως στην υπόθεση. Όλοι έχουν κίνητρο, όλοι είναι ύποπτοι αλλά όλοι έχουν ένα καλό άλλοθι. Τελικά θα βρεθεί η λύση του μυστηρίου; Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα να ξεχωρίζει είναι ότι όλοι οι ύποπτοι αποδεικνύεται στο τέλος ότι είναι δολοφόνοι.
Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται ένα ψυχρό προμελετημένο έγκλημα. Οι δράστες, αφού έχουν δώσει στο θύμα μεγάλη δόση υπνωτικού και το έχουν σε καταστολή, περνούν μέσα στο δωμάτιό του και με το ίδιο μαχαίρι του καταφέρνουν δώδεκα μαχαιριές. Όλοι λοιπόν ανεξαιρέτως συμμετέχουν στο «τελετουργικό» ενός φόνου «κάθαρση». Παρουσιάζοντας, λοιπόν, δώδεκα υπόπτους ως ενόχους η Αγκάθα Κρίστι κάνει μία αξιοπρόσεκτη και έξυπνη δομική καινοτομία, αντιστρέφοντας μία σύμβαση του αστυνομικού μυθιστορήματος που θέλει μόνο ένας εκ των υπόπτων να είναι ο ένοχος.

                                    
                                 

                                   Αστυνομικό Μυθιστόρημα

Για έναν λογοτέχνη το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα ξεχωριστό είδος λογοτεχνικής αφήγησης με κάποιους σταθερούς κανόνες γραφής που το διακρίνουν από τα άλλα λογοτεχνικά είδη. Πάντα ασχολείται με κάποιο μυστήριο ή γρίφο σχετικό με την παραβίαση και την εφαρμογή των νόμων και την ανάλογη έρευνα για τη λύση του. Για τον καθηγητή εγκληματολογίας Γ. Πανούση το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό το είδος της λαϊκής λογοτεχνίας που αναδεικνύει τις ενοχές και τις ψευδαισθήσεις μιας κοινωνίας η οποία εύκολα καταδικάζει το δράστη και το θύμα, όσο και τον αστυνόμο και το δικαστή, για να γλιτώσει την αυτό-κριτική και την αυτογνωσία της… και επομένως αξίζει να μελετηθεί και από εγκληματολογική σκοπιά. O μεσοπόλεμος του 20ου αιώνα στην Ευρώπη αποκαλείται η «Χρυσή Εποχή» του αστυνομικού αφηγήματος, διότι δεν εδραιώνεται μόνο το λεγόμενο «mystery novel», και συγγραφείς όπως η Κρίστι, με τον Πουαρό και τη Μις Μαρπλ, ο Τσέστερτον και πάρα πολλοί άλλοι, με μόνιμους ή περιστασιακούς ήρωες. Διαμορφώνεται κι ένα μεγάλο κοινό, ετερόκλιτο κι ενθουσιώδες για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, το οποίο διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες ανταγωνίζεται τον συγγραφέα που θέτει το αίνιγμα και τον ήρωα που το ανιχνεύει, ώστε να φτάσει πρώτο στη λύση. Σύμφωνα μάλιστα με τον Π. Μαρτινίδη το ενδιαφέρον είναι ότι σε όλη αυτή την περίοδο το αστυνομικό μυθιστόρημα παίρνει, για τα πλήθη που συρρέουν στις πόλεις, τη θέση που κάποτε κατείχαν τα παραμύθια. Όπως εκείνα εξοικείωναν τον κόσμο της υπαίθρου με τις άγνωστες δυνάμεις της φύσης, μέσω μαγικών δυνάμεων που τις τιθάσευαν, έτσι και η ιστορία «αστυνομικής φαντασίας» (“detective fiction”) φέρνει σε επαφή τους νεοφερμένους αστούς με τις νέες αστικές αντινομίες: τον έντιμο κλέφτη, τον τρυφερό δολοφόνο, τον ανέντιμο αστυνομικό, τη χλιδή που καλύπτει την παρανομία ή την αθωότητα που απεργάζεται εκδικήσεις. Η μυθοπλασία εστιάζεται στο αίνιγμα, κυρίως, και λιγότερο σε χαρακτήρες. Κάνοντας όμως τον θάνατο διανοητικό παιχνίδι, διδάσκει την υπεροχή της λογικής απέναντι στην παρόρμηση.







                                                    Ταινία


                                             Trailer

                                      


Για χρόνια, γενιές και γενιές αναρωτιούνται το ίδιο πράγμα: Ποιος είναι ο δολοφόνος; Η Αγκάθα Κρίστι γέμισε με μυστήριο τις ζωές εκατομμυρίων αναγνωστών ανά τον κόσμο και συνεχίζει ακόμα και σήμερα. Καλλιτέχνης στο είδος της, πήρε επάξια τον τίτλο της Βασίλισσας του Εγκλήματος, ενώ επηρέασε όσο καμία την αστυνομική λογοτεχνία. Τα μυθιστορήματά της λατρεύτηκαν και ως φυσικό επακόλουθο μερικά από τα πιο δημοφιλή μεταφέρθηκαν και στην μεγάλη οθόνη. Συνολικά έχουν γυριστεί πάνω από 30 ταινίες βασισμένες στα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι. Όπως είναι φυσικό, δεν είχαν όλες την ίδια επιτυχία, το βέβαιο όμως είναι ότι μετά τη λογοτεχνία, οι ιστορίες μυστηρίου της Βρετανίδας συγγραφέως δημιούργησαν «σχολή» και στον κινηματογράφο. Η ταινία «Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές» θεωρείται μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι. Η ταινία παρά τα χρόνια της καταφέρνει να κρατάει τον θεατή σε αγωνία ακόμα και σήμερα. Πιστή άλλωστε στο βιβλίο, κερδίζει από την αρχή το φανατικό κοινό της Κρίστι, ενώ η ατμόσφαιρα μαζί με το εκπληκτικότερο καστ ηθοποιών που πέρασε ποτέ από αστυνομική ταινία (από τη Λορίν Μπακόλ και τη Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ως τον Σον Κόνερι και τον Άντονι Πέρκινς), την μουσική και την εξαιρετική σκηνοθεσία την τοποθετούν άξια στην λίστα των καλύτερων ταινιών του είδους της.Το «Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές» θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη ιστορία της Αγκάθα Κρίστι με ήρωα τον Ηρακλή Πουαρό.



"MISS MARPLE"






HERCULE POIROT"





"HERCULE POIROT"



Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ 

Το μυθιστόρημα μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα ιταλικό μοναστήρι των Βενεδικτίνων και, γύρω από την αναζήτηση ενός χειρογράφου του Αριστοτέλη, αναπτύσσεται η πλοκή του, με φόνους, άνομες σχέσεις μεταξύ μοναχών και το κυνήγι των αιρετικών εν έτει 1327. Το όλο έργο παρουσιάζεται ως καταγραφή των αναμνήσεων ενός γηραιού βενεδικτίνου μοναχού, του αδελφού Άντσο (Adso) της Μελκ, ο οποίος έζησε τα περιγραφόμενα γεγονότα ως νεαρός δόκιμος μοναχός. Κεντρικό πρόσωπο στο έργο είναι ο αδελφός Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ, ο οποίος είναι φανταστικό πρόσωπο, υποκαθιστώντας, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τον Γουλιέλμο Όκαμ. Στο έργο εμπλέκονται τόσο φανταστικά όσο και ιστορικά πρόσωπα, όπως ο ιεροεξεταστής Μπερνάρντο Γκι και ο μοναχός Ουμπερτίνο της Καζάλε. Μέσα από αυτό το έργο ο Έκο βρίσκει την ευκαιρία να κάνει μια εκτενή παρουσίαση της Σχολαστικής Μεθόδου, η οποία κυριαρχούσε στη μεσαιωνική σκέψη. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι στο έργο αυτό του Έκο γίνεται εκτενής αναφορά σε πρόσωπα όπως ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Ρογήρος Βάκων (Roger Bacon) και ο Άγιος Θωμάς Ακινάτης, άνθρωποι που υπήρξαν όλοι στο παρελθόν μελετητές και υποστηρικτές του Σχολαστικισμού. Ταυτόχρονα, όμως, αυτά τα πρόσωπα υπήρξαν και άτομα με τα οποία ο Έκο ασχολήθηκε και σε ακαδημαϊκό επίπεδο με τα έργα και τις ιδέες τους - ιδιαίτερα στην περίπτωση του Θωμά Ακινάτη - συνδυάζοντας έτσι με αριστουργηματικό τρόπο την επιστημονική με τη λογοτεχνική εργασία του.

Δύσκολο στον ορισμό του (γοτθική νουβέλα, μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα, ιδεολογικό αφήγημα, αλληγορία... ) αυτό το μυθιστόρημα (που η υπόθεσή του εμπλέκεται με την Ιστορία, γιατί ο συγγραφέας - ψευδόμενος πιθανόν - διαβεβαιώνει πως ούτε μια λέξη δεν είναι δική του), μπορεί ίσως να διαβαστεί από τρεις κατηγορίες αναγνωστών. Η πρώτη κατηγορία θα συναρπαστεί από τις συνωμοσίες και τις απρόβλεπτες εξελίξεις και θα αποδεχθεί ακόμη και τις μεγάλες λόγιες συζητήσεις και τους φιλοσοφικούς διαλόγους, καθώς θα προαισθάνεται ότι ακριβώς σ' εκείνες τις αόριστες σελίδες φωλιάζουν τα αποκαλυπτικά σημεία, ίχνη και αποτυπώματα. Η δεύτερη θα παθιαστεί με τη διαμάχη των ιδεών και θα αποτολμήσει συσχετισμούς (τους οποίους ο συγγραφέας αρνείται να επικυρώσει) με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η τρίτη κατηγορία αναγνωστών θα εννοήσει ότι το κείμενο αυτό είναι μια συρραφή άλλων κειμένων, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με αναφορές, ένα βιβλίο φτιαγμένο από βιβλίο.

Πηγή: Wikipedia 

Συγγραφέας

Ουμπέρτο Έκο

Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) (5 Ιανουαρίου 1932) είναι Ιταλός σημειωτιστής, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος.
Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Από το 1975 έχει την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Είναι συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου) το 1980, και τιμήθηκε με το βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην Γαλλία) το 1982.
Φημολογείται ότι το επώνυμο Εκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Με την έναρξη του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Εκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα - συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αισθανόταν εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο μικρός για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν. Αυτοί οι λόφοι είναι στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».
Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έκανε το διδακτορικό του στην Φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη».
Άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.
Το
1959 ο Ουμπέρτο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι άρχισε να ασχολείται περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που τού ταιριάζει) μέσα από τη λογοτεχνία.
Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» (ελάχιστο ημερολόγιο) στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη Σημειολογία.
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Από τότε ως σήμερα έχει γράψει δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά "apocalittici e integrati), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.
Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στην Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται σε πολιτιστικές μελέτες και αρχίζει να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και στη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου - 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ - 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας - 1994, Μπαουντολίνο - 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα - 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας - 2010). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Και, φυσικά, δεν φαντάζονταν ποτέ τα 9.000.000 αντίτυπα που πώλησε τελικά το βιβλίο, σε διεθνές επίπεδο, το οποίο έκανε τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.


Ο Έκο γνωρίζει άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του ως σήμερα έχει κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Παρ' όλα αυτά περνάει τον καιρό του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).


Πηγή: Wikipedia



Trailer


Ταινία

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

«Το όνομα του ρόδου» είναι ένα μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο, που ύστερα από πολλή επεξεργασία εκδόθηκε στην Ιταλία το 1980. Είναι ένα από τα πρώτα του είδους του, καθώς εμπλέκει το αστυνομικό με την θρησκεία, δίνοντας μια χροιά φιλοσοφικής αναζήτησης. Επίσης, δυσκολεύεται κανείς να το εντάξει σ’ ένα συγκεκριμένο είδος, γοτθική νουβέλα ή μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα ή ιδεολογικό αφήγημα. Η ταινία γυρίστηκε το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό με πρωταγωνιστές τον Σον Κόνερι και τον πολλά υποσχόμενο τότε Κρίστιαν Σλέιτερ.                                                                                                       Την εποχή που βγήκε το βιβλίο και κατόπιν η ταινία, δημιουργήθηκε ιδιαίτερη αίσθηση ανά τον κόσμο, εφόσον δεν υπήρχε προηγούμενο. Ένας πρεσβύτερος μοναχός με το νεαρό εκπαιδευόμενό του φτάνουν σ’ ένα μοναστήρι, κατόπιν παράκλησης των ίδιων των μοναχών, για να διαλευκάνουν έναν φόνο. Κατά την παραμονή τους εκεί θα γίνουν και άλλοι φόνοι. Παράλληλα, χάνονται βιβλία αξεπέραστης ποιότητας και αξίας από την βιβλιοθήκη. Σταδιακά η αναζήτηση γίνεται πιο έντονη, η ατμόσφαιρα πιο μυστηριακή και οι ήρωες δοκιμάζονται διαρκώς, καθώς η ιδεολογική περιπέτεια, ο θρησκευτικός πόλεμος και η φιλοσοφική διείσδυση συνοδεύουν διακριτικά, αλλά ουσιαστικά τη ροή του κειμένου.
Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο με μεσαιωνική – μυστηριακή ατμόσφαιρα, στοιχειοθετημένο άριστα από τον συγγραφέα του (χαρακτηριστικό είναι δε πως υπάρχει και κάτοψη του μοναστηριού, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία), διεγείροντας την επιθυμία του κοινού να αναζητήσει την ταυτότητα των χαμένων - απαγορευμένων βιβλίων και του δολοφόνου.

Από την άλλη πλευρά η ταινία μεταφέρει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα του κειμένου, μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, που ενδεχομένως μόνο Ευρωπαίος σκηνοθέτης θα μπορούσε ν’ αποδώσει. Στηριζόμενος στο επίπεδο του Κόνερι ο σκηνοθέτης αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας γύρω απ’ αυτόν, πρώτα οι ήρωες, μετά η υπόθεση και ύστερα τα σκηνικά. Χωρίς να φοβηθεί ο Ανό την εμπορική απογείωση του βιβλίου, παρουσιάζει μια ταινία σαν να μην υπήρχε προηγούμενη εκδοτική επιτυχία, διατηρώντας στο σενάριο ολόκληρο σχεδόν το αφηγηματικό μέρος του κειμένου και σ’ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό τους διαλόγους. Ακόμα, γεγονός είναι πως οι δυνατές περιγραφές του βιβλίου, αποδίδονται με σκηνές έντονης πυγμής και ρεαλισμού. Τίποτα δεν ξεφεύγει τα όρια του απολύτως ανθρώπινου κι έτσι ο θεατής αφομοιώνεται πλήρως από την εξέλιξη της ιστορίας.
Η ταινία, όταν βγήκε στις αίθουσες δεν προκάλεσε τον πανικό, που ίσως θα δημιουργούνταν στη σημερινή εποχή. Κάποιος, αν την δει σήμερα με όλο το ιστορικό που υπάρχει στο συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν θα εντυπωσιαστεί από την υπόθεση, ωστόσο αποτελεί ένα άρτιο από κάθε άποψη φιλμ, άξιο να βρίσκεται στην ταινιοθήκη του καθενός.
      Το βιβλίο και η ταινία «Το όνομα του ρόδου» αποτελούν μια ευχάριστη σύγκριση, καθώς και τα δύο αγγίζουν την πληρότητα, χωρίς να διακρίνεται το ένα από τα δύο, παρά μόνο κατά ελάχιστα σημεία. Αδιαμφισβήτητο είναι δε πως και οι δύο εκδοχές θα μπορούσαν πολύ εύκολα να ενταχθούν στη σύγχρονη καλλιτεχνική πραγματικότητα.



Πηγή: Wikipedia